Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

η ανταλλαγή γνωμών

  • 1 ανταλλαγή

    η мена; обмен (тж. перен.);

    ανταλλαγ εμπορευμάτων — товарообмен;

    ανταλλαγή γνωμών (πείρας) — обмен мнениями (опытом);

    ανταλλαγή επισκέψεων — обмен визитами;

    ανταλλαγή της ΰλης — обмен веществ;

    ανταλλαγή προϊόντων эк — клиринг;

    § όργανο ανταλλαγης — деньги;

    οι ανταλλαγές — товарообмен между странами

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ανταλλαγή

  • 2 обмен

    обмен м η ανταλλαγή· \обмен мнениями η ανταλλαγή γνωμών \обмен опытом η ανταλλαγή πείρας· \обмен делегациями η ανταλλαγή αντιπροσωπειών \обмен денег η αλλαγή χρημάτων ◇ \обмен веществ физиол. о μεταβολισμός
    * * *
    м
    η ανταλλαγή

    обме́н мне́ниями — η ανταλλαγή γνωμών

    обме́н о́пытом — η ανταλλαγή πείρας

    обме́н делега́циями — η ανταλλαγή αντιπροσωπειών

    обме́н де́нег — η αλλαγή χρημάτων

    ••

    обме́н веще́ств — физиол. ο μεταβολισμός

    Русско-греческий словарь > обмен

  • 3 обмен

    α.
    ανταλλαγή• διαμειβή τράμπα•

    обмен товаров ανταλλαγή εμπορευμάτων•

    в обмен σε αντάλλαγμα•

    на обмен για ανταλλαγή•

    обмен опытом ανταλλαγή πείρας•

    обмен мнениями ανταλλαγή γνωμών.

    || αλλαγή•

    обмен партийных билетов αλλαγή κομματικών βιβλιαρίων.

    εκφρ.
    обмен веществ – μεταβολισμός ή αλλαγή ή ανταλλαγή της ύλης.

    Большой русско-греческий словарь > обмен

  • 4 мнение

    мнение с η γνώμη* по моему \мнениею κατά τη γνώμη μου· обмен \мнениеями η ανταλλαγή γνωμών общественное \мнение η κοινή γνώμη
    * * *
    с
    η γνώμη

    по моему́ мне́нию — κατά τη γνώμη μου

    обме́н мне́ниями — η ανταλλαγή γνωμών

    обще́ственное мне́ние — κοινή γνώμη

    Русско-греческий словарь > мнение

  • 5 мнение

    ουδ.
    1. γνώμη•

    общественное мнение η γνώμη της κοινωνίας•

    высказать своё мнение λέγω τη γνώμη μου•

    обмен -ями ανταλλαγή γνωμών•

    благоприятное мнение ευμενής γνώμη•

    борьба -ий πάλη γνωμών•

    разделять мнение συμμερίζομαι τη γνώμη•

    изменять мнение αλλάζω γνώμη•

    быть хорошего -я о ком-л. έχω καλή γνώμη για κάποιον•

    быть худого -я о ком-л. έχω κακή γνώμη (ιδέα) για κάποιον•

    быть о себе слишком высокого -я έχω πολΰ μέγαλη ιδέα για τον εαυτό μου•

    быть одного -я с кем-л. έχω την ίδια γνώμη με κάποιον•

    я того -я, что... έχω την ίδια γνώμη που... • я присоединяюсь к вашему -ю τάσσομαι με τη γνώμη σας.

    2. πόρισμα, απόφαση•

    мнение комиссии το πόρισμα της επιτροπής•

    мнение суда απόφαση δικαστηρίου.

    Большой русско-греческий словарь > мнение

  • 6 мнение

    мнени||е
    с ἡ γνώμη:
    общественное \мнение ἡ κοινή γνώμη· общепринятое \мнение ἡ κοινή, παραδεδεγμένη ἄποψη· обмен \мнениеями ἡ ἀνταλλαγή γνωμών иметь свое \мнение ἔχω δικιά μου γνώμή по моему́ \мнениею κατά τήν γνώμη μου· быть плохого (хорошего) \мнениея о ком-л. ἔχω κακή (καλή) γνώμη Υΐά κάποιον быть невысокого \мнениея о ком-л. δέν πολυεκτιμῶ κάποιον быть слишком высокого \мнениея о себе ἔχω πολύ μεγάλη Ιδέα γιά τόν ἐαυτόν μου· быть того́ же \мнениея εἶμαι τής ίδιας γνώμης· разделять чье-л, \мнение συμμερίζομαι τήν γνώμη Κάποιου· оставаться при своем \мнениеи ἐπιμένω στήν ἄποψη μου.

    Русско-новогреческий словарь > мнение

  • 7 γνώμη

    I η
    1) мнение; точка зрения; взгляд, убеждение;

    σφαλερή ( — или λαθεμένη) γνώμ — ошибочное мнение;

    ορθή γνώμη — правильное мнение;

    ανταλλαγή γνώμών — обмен мнениями;

    αλλάζω γνώμη — раздумать, передумать;

    λέγω ( — или εκφέρω) την γνώμη μου — сказать своё мнение, суждение; — высказываться;

    έχω δική μου γνώμη — иметь своё мнение; — жить своим умом;

    δεν έχω δική μου γνώμη — не иметь своего мнения; — жить чужим умом;

    έχω καλή (κακή) γνώμη γιά κάποιον — быть хорошего (плохого) мнения о ком-л.;

    έχω διαφορετική γνώμη — расходиться во взглядах;

    κατά τη γνώμη μου — по-моему, на мой взгляд;

    συμμερίζομαι τη γνώμη κάποιου — я разделяю чье-л. мнение;

    είμαι της ίδιας γνώμης — быть того же мнения;

    είμαι της γνώμης ότι ( — или πώς)... — я думаю, считаю, что...;

    συμφωνώ ( — или είμαι) με τη γνώμη σας — я присоединяюсь к вашему мнению, я согласен с вами;

    τί γνώμη έχεις...; — какого ты мнения...?;

    γνώμη (τού) γιατρού (της επιτροπής) — заключение врача (комиссии);

    γι' αυτό το ζήτημα ( — или πάνω σ' αυτό) δεν μπορώ να έχω γνώμη — в этом вопросе я не компетентен, я не специалист в отом деле;

    3) мысли; желания, намерения;
    4) согласие, одобрение;

    χωρίς τη γνώμη σου δεν παντρεύομαι — без твоего согласия я не женюсь;

    5) характер, нрав; натура;

    δύσκολη γνώμη — тяжёлый характер;

    ο άνθρωπος αυτός είναι καλής (κακής) γνώμης — у этого человека хороший (плохой) характер;

    § κοινή γνώμη — общественное мнение;

    γνώμη2
    II η фольк, жена гнома

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γνώμη

См. также в других словарях:

  • συνεννόηση — η, Ν 1. ανταλλαγή γνωμών, ανταλλαγή απόψεων («βρίσκονται ακόμη στο στάδιο τών συνεννοήσεων») 2. συμφωνία, σύμπτωση γνωμών («τελικά επήλθε συνεννόηση μεταξύ τους») 3. αμοιβαία κατανόηση («στο ζευγάρι αυτό δεν υπάρχει πια συνεννόηση») 4. μυστική… …   Dictionary of Greek

  • συζήτηση — η / συζήτησις, ήσεως, ΝΜΑ [συζητῶ] 1. ανταλλαγή γνωμών πάνω σε ένα ζήτημα, η από κοινού εξέταση ενός θέματος μεταξύ δύο ή περισσότερων ατόμων για την επίλυσή του 2. ζωηρός διάλογος, αντιλογία (α. «πολλῆς δὲ συζητήσεως γενομένης ἀναστὰς Πέτρος… …   Dictionary of Greek

  • συζήτηση — η ανταλλαγή γνωμών, διάλογος: Δεν τελείωσε η συζήτηση για την εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης σε μια συνεδρίαση της βουλής. – Απαγορεύτηκαν οι πολιτικές συζητήσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σύσκεψη — η συμβούλιο, ανταλλαγή γνωμών για τη λήψη απόφασης: Ο πρωθυπουργός κάλεσε σε σύσκεψη τους υπουργούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»